- φυλάκιο
- το1. οίκημα όπου μένει ο φύλακας ή οι φύλακες.2. στρατιωτικό απόσπασμα το οποίο επιτηρεί τις προφυλακές στρατεύματος που σταθμεύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλάκιο — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 63 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (40 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο Κέραμος (υψόμ. 50 μ.) και το Αμμόβουνον. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ.)… … Dictionary of Greek
Fylakio — Φυλάκιο … Deutsch Wikipedia
μάγδωλος — και μαγδώλ, ῶλος, ὁ (Α) πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα] … Dictionary of Greek
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
Μπασδέκης — Επώνυμο οικογένειας αρματολών από το Πήλιο. 1. Αστέρης ή Αστέριος. Ήταν πρωτοπαλίκαρο του πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και πήρε μέρος στους αγώνες κατά του Αλή πασά. Του είχε δοθεί το αρματολίκι του Πηλίου. 2. Θανάσης. Διαδέχτηκε τον Αστέρη στο… … Dictionary of Greek
Fylakio — or Filakio (Greek, Modern: Φυλάκιο), older form: on also with an a accented is a village in the northwestern part of the Evros Prefecture in Greece located west of Turkey and Edirne, southeast of Ormenio and Svilengrad, Bulgaria, north of… … Wikipedia
Fylakio (disambiguation) — Fylakio (Greek: Φυλάκιο) may refer to several places in Greece:*Fylakio, a village in the Evros prefecture *Fylakio, a place in the Kastoria prefecture? … Wikipedia
Isla Failaka — جزيرة Isla Failaka Localización … Wikipedia Español
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αρχιφύλακας — ο (Α ἀρχιφύλακας, ακος) ο επικεφαλής των φυλάκων σε κάποια μονάδα ή φυλάκιο νεοελλ. βαθμός ανώτερος από τον βαθμό του αστυφύλακα … Dictionary of Greek